- ἀνείμων
- ἀνείμωνwithout clothingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανείμων — ἀνείμων, ον (Α) γυμνός, χωρίς ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + είμα «ένδυμα»] … Dictionary of Greek
ἀνείμονα — ἀνείμων without clothing neut nom/voc/acc pl ἀνείμων without clothing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνείμονας — ἀνείμων without clothing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνείμονες — ἀνείμων without clothing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνείμονι — ἀνείμων without clothing dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνείμονος — ἀνείμων without clothing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνείμοσι — ἀνείμων without clothing dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
ԱՆՀԱՆԴԵՐՁ — ( ) NBH 1 0180 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. Պակասեալ ʼի հանդերձից. անվերարկու. եւ մերկ. առանց պատանաց. ἁνείμων non vestitus, male vestitus եւ nudus եւ ἅταφος insepultus *Անհանդերձք, միայն պատմուճանօք: Ոչ միայն անհանդերձ, այլ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)